υπανδρεύω

υπανδρεύω
ὑπανδρεύω ΝΜ [ὕπανδρος]
συνενώνω με γάμο, παντρεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παντρειά — και παντριά, η 1. νόμιμη σύζευξη άνδρα και γυναίκας, γάμος 2. φρ. α) «είναι τής παντρειάς» βρίσκεται σε ηλικία γάμου β) «με το ζόρι παντρειά» λέγεται για καθετί που επιβάλλεται με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὑπανδρειά < ὑπανδρεύω, με σίγηση τού …   Dictionary of Greek

  • παντρεύω — και παντρεύγω 1. δίνω σε γάμο, νυμφεύω («ο κύρις σου γλήγορα σε παντρεύγει», Ερωτόκρ.) 2. (για παπά, δημοτικό ή κοινοτικό άρχοντα ή κουμπάρο) στεφανώνω 3. μέσ. παντρεύομαι παίρνω σύζυγο, έρχομαι σε γάμο 4. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παντρεμένος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • υπανδρεία — η / ὑπανδρεία, ΝΜ, και υπανδρία Μ [υπανδρεύω] παντρειά, γάμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”